- ελέναυς
- ἑλέναυς, η (Α)(επίθ. τής Ελένης) αυτή που καταστρέφει τα πλοία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ἑλένας — ἑλένᾱς , ἑλέναυς ship destroying fem nom sg ἑλένᾱς , ἑλένη torch of reeds fem acc pl ἑλένᾱς , ἑλένη torch of reeds fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)